- πτόη
- ἡ, Αβλ. πτοία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτοῇ — πτοέω terrify pres subj mp 2nd sg πτοέω terrify pres ind mp 2nd sg πτοέω terrify pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόη — πτοέω terrify pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πτοέω terrify imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοία — και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [πτοῶ / πτοιῶ] 1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ. β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.) 2.… … Dictionary of Greek